- φτεροδέρνομαι
- (για πουλιά), δέρνομαι με τα φτερά μου, φτεροχτυπιέμαι: Άρχισαν να πετούν εμπρός στις φωλιές τους, να φωνάζουν απελπιστικά και να φτεροδέρνονται με συγχυσμένο σάλαγο (Α. Καρκαβίτσας).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.